Η Ίρεντιλ ακούμπαγε στο ξύλινο παράθυρο και παρακολουθούσε τις ακτίνες του ήλιου που είχαν αρχίσει να φαίνονται στον ορίζοντα πίσω απ’ τα μακρινά βουνά. Είχε ετοιμάσει ένα απλό πρωινό για εκείνη και την Έμα που τελείωνε ένα ζεστό μπάνιο. Η Έμα που την είχε πάρει τότε από το σκοτεινό υπόγειο, την φρόντιζε σαν να ήταν κόρη της όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν μία εύσωμη γυναίκα, τα μαλλιά της φτάνανε μέχρι την μέση της αν και συνήθως ήταν πιασμένα σε έναν χαμηλό κότσο. Χάρη στις θεραπευτικές της γνώσεις είχε βοηθήσει πολλούς απ’ τους κατοίκους αυτού του χωριού. Η Ίρεντιλ κοντά της είχε μάθει τις ιδιότητες πολλών φυτών που χρησιμοποιούσε η Έμα για να φτιάξει πληθώρα φίλτρων ή αλοιφών που θεράπευαν τις περισσότερες παθήσεις.
Η Έμα είχε και έναν γιο, που όμως είχε φύγει πριν από αρκετά χρόνια από το πατρικό του, τον γοήτευε η δύναμη των ανθρώπων πάνω στα στοιχεία της φύσης. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει ως τον πύργο του Στόρμκλιβ όπου ισχυροί μάγοι κατοικούσαν και δεχόντουσαν ως μαθητευομένους όσους αποδείκνυαν ότι ήταν αρκετά ικανοί και άξιοι γι’ αυτό. Από τότε δεν τον είχανε ξαναδεί..
Καθώς το φθινόπωρο έφτανε στα τέλη του η Ίρεντιλ ετοιμαζότανε για το ταξίδι της στο δάσος όπου θα μάζευε ότι θα χρειαζότανε μέχρι την επόμενη άνοιξη. Αφού τελείωσε με το πλέξιμο των μαλλιών της σε μία όμορφη πλεξούδα, πήρε από το πάτωμα τον σάκο της, ένα μεγάλο ραβδί και τον μανδύα της, και ξεκίνησε για το δάσος. Η κοπέλα αυτή είχε όμορφα, λεπτά χαρακτηριστικά, τα μάτια της ήταν καλοσχηματισμένα και είχανε ένα βαθύ πράσινο χρώμα που το έσχιζαν μερικές χρυσές αχτίδες. Με τα καστανά μαλλιά της που πολλές φορές έδειχναν ξανθά στον καλοκαιρινό ήλιο, ήταν ασυνήθιστα όμορφη για εκείνα τα μέρη. Δεν ήταν όμως μόνο όμορφη αλλά διακρίνονταν από μία σπιρτάδα και ζωντάνια που την έκαναν αρκετά ευχάριστη παρέα.
Το δερμάτινο παντελόνι της εφάρμοζε ομοιόμορφα στο σώμα της, και το μακρύ πουκάμισο ήταν αέρινο και δεν εμπόδιζε τις κινήσεις της. Κουμπώνοντας τον μακρύ μανδύα της βγήκε από το πέτρινο σπίτι. Ένα μελωδικό σφύριγμα ακούστηκε και λίγα λεπτά αργότερα ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο εμφανίστηκε μέσα από κάτι θάμνους, και με καμαρωτό βήμα την πλησίασε. Η όμορφη γούνα της είχε σταχτί χρώμα και σε πολλά σημεία γινότανε πιο φωτεινό, όπως ανάμεσα στα πόδια κ στην κοιλιά της. Προέρχονταν από μία αγέλη λύκων που ζούσε ψηλά στις σπηλιές του μεγάλου βουνού πέρα απ’ το δάσος του Νόρθβαλντ. Χαιρέτησε με μία μεγάλη αγκαλιά το περήφανο αυτό πλάσμα που ονομάζονταν Κένιθ, του έκανε ένα ευγενικό νόημα για να ακολουθήσουν το μονοπάτι που οδηγούσε στην καρδία του μεγάλου δάσους..