Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

και η συνέχεια…

Η Ίρεντιλ ακούμπαγε στο ξύλινο παράθυρο και παρακολουθούσε τις ακτίνες του ήλιου που είχαν αρχίσει να φαίνονται στον ορίζοντα πίσω απ’ τα μακρινά βουνά. Είχε ετοιμάσει ένα απλό πρωινό για εκείνη και την Έμα που τελείωνε ένα ζεστό μπάνιο. Η Έμα που την είχε πάρει τότε από το σκοτεινό υπόγειο, την φρόντιζε σαν να ήταν κόρη της όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν μία εύσωμη γυναίκα, τα μαλλιά της φτάνανε μέχρι την μέση της αν και συνήθως ήταν πιασμένα σε έναν χαμηλό κότσο. Χάρη στις θεραπευτικές της γνώσεις είχε βοηθήσει πολλούς απ’ τους κατοίκους αυτού του χωριού. Η Ίρεντιλ κοντά της είχε μάθει τις ιδιότητες πολλών φυτών που χρησιμοποιούσε η Έμα για να φτιάξει πληθώρα φίλτρων ή αλοιφών που θεράπευαν τις περισσότερες παθήσεις.

Η Έμα είχε και έναν γιο, που όμως είχε φύγει πριν από αρκετά χρόνια από το πατρικό του, τον γοήτευε η δύναμη των ανθρώπων πάνω στα στοιχεία της φύσης. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει ως τον πύργο του Στόρμκλιβ όπου ισχυροί μάγοι κατοικούσαν και δεχόντουσαν ως μαθητευομένους όσους αποδείκνυαν ότι ήταν αρκετά ικανοί και άξιοι γι’ αυτό. Από τότε δεν τον είχανε ξαναδεί..

Καθώς το φθινόπωρο έφτανε στα τέλη του η Ίρεντιλ ετοιμαζότανε για το ταξίδι της στο δάσος όπου θα μάζευε ότι θα χρειαζότανε μέχρι την επόμενη άνοιξη. Αφού τελείωσε με το πλέξιμο των μαλλιών της σε μία όμορφη πλεξούδα, πήρε από το πάτωμα τον σάκο της, ένα μεγάλο ραβδί και τον μανδύα της, και ξεκίνησε για το δάσος. Η κοπέλα αυτή είχε όμορφα, λεπτά χαρακτηριστικά, τα μάτια της ήταν καλοσχηματισμένα και είχανε ένα βαθύ πράσινο χρώμα που το έσχιζαν μερικές χρυσές αχτίδες. Με τα καστανά μαλλιά της που πολλές φορές έδειχναν ξανθά στον καλοκαιρινό ήλιο, ήταν ασυνήθιστα όμορφη για εκείνα τα μέρη. Δεν ήταν όμως μόνο όμορφη αλλά διακρίνονταν από μία σπιρτάδα και ζωντάνια που την έκαναν αρκετά ευχάριστη παρέα.

Το δερμάτινο παντελόνι της εφάρμοζε ομοιόμορφα στο σώμα της, και το μακρύ πουκάμισο ήταν αέρινο και δεν εμπόδιζε τις κινήσεις της. Κουμπώνοντας τον μακρύ μανδύα της βγήκε από το πέτρινο σπίτι. Ένα μελωδικό σφύριγμα ακούστηκε και λίγα λεπτά αργότερα ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο εμφανίστηκε μέσα από κάτι θάμνους, και με καμαρωτό βήμα την πλησίασε. Η όμορφη γούνα της είχε σταχτί χρώμα και σε πολλά σημεία γινότανε πιο φωτεινό, όπως ανάμεσα στα πόδια κ στην κοιλιά της. Προέρχονταν από μία αγέλη λύκων που ζούσε ψηλά στις σπηλιές του μεγάλου βουνού πέρα απ’ το δάσος του Νόρθβαλντ. Χαιρέτησε με μία μεγάλη αγκαλιά το περήφανο αυτό πλάσμα που ονομάζονταν Κένιθ, του έκανε ένα ευγενικό νόημα για να ακολουθήσουν το μονοπάτι που οδηγούσε στην καρδία του μεγάλου δάσους..

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Here i am again ^^

Γεια σας κ πάλι :D Αποφάσισα να διαγράψω τις παλιές χαζοαναρτησούλες κ να ανεβάσω μια ιστορία που γράφω αυτό τον καιρό. ^^ Είναι η πρώτη μου οπότε κάθε σχόλιο είναι ευπρόσδεκτο μιας κ το επίπεδό της είναι αρκετά χαμηλό. ^^ Τίτλο δεν έχω σκεφτεί ακόμα… θα προκείψει κάποια στιγμή αργότερα στην ιστορία. :) Thankies σε όσους την διαβάσουν, κ όποια ορθογραφικά βρείτε πείτε μ παρακαλώ. ^^

Κεφάλαιο 1ο. (Εισαγωγή)

Η αποπνικτική μυρωδιά του αποτεφρομένου ξύλου και του καπνού πλανιόταν στον αέρα. Εκεί που άλλοτε υπήρχε ένα μικρό γραφικό σπιτάκι πλέον είχαν μείνει μόνο συντρίμμια. Οι χωρικοί παρ’ όλο που έτρεξαν εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσαν χρειάστηκε αρκετή ώρα για να φτάσουνε στο απομακρυσμένο λοφάκι που έμενε η οικογένεια Μπράιτντον. Μη χάνοντας καιρό άρχισαν να ψάχνουν για την μητέρα τις δύο μικρές της κόρες που ζούσαν εκεί. Κάποια σιγμή ένας νεαρός, απ’ την ομάδα των χωρικών που έψαχνε στα συντρίμμια ανακάλυψε μια μικρή καταπακτή κάτω από μερικά καβουρνιασμένα δοκάρια.

Φώναξε στους υπόλοιπους να δούνε, χωρίς μεγάλη καθυστέρηση ο νεαρός τράβηξε τον κρίκο και κοίταξε μέσα στην τρύπα προσπαθώντας να διακρίνει κάτι. Καθώς όμως ήταν ήδη νύχτα το φως που παρείχαν οι δαυλοί δν βοηθούσε και πολύ στο να δουν καλά. Τα σκαλοπάτια φαίνονταν να οδηγούν σε άγνωστα σκοτάδια. Οι άντρες πάρα την ανασφάλεια που ένοιωθαν και με την έλπιδα ότι θα έβρισκαν επιζώντες, κατέβηκαν πρώτοι προσεχτικά.

Σιγά σιγά η εικόνα μιας μικρής βιβλιοθήκης απλώθηκε μπροστά τους. Ο αέρας σε αυτό το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα, έντονη υγρασία και παλιά βιβλία. Είχε μείνει όμως ανέπαφο απ’ο την καταστροφή που είχε διαδραμματιστεί λίγα μέτρα πιο πάνω. Υπήρχαν τρία μεγάλα ράφια γεμάτα βιβλία διαφόρων μεγέθων και χρωμμάτων, στην μία άκρη του δωματίου του βρίσκοταν ένα γραφείο που έδειχνε να χρησιμοποιόταν αρκετά συχνά μιας και υπήρχαν πολλά σκόρπια φύλλα και κανά δυο δοχεία με μελάνι. Μια μεγάλη πολυθρόνα υπήρχε στην γωνία, ήταν από μαλακό δέρμα κ φαινότανε βολική και άνετη. Οι χωρικοί κοίταγαν με ενδιαφέρον γύρω τους τα βιβλία, καθώς η ύπαρξη αυτού του δωματίου τους ήταν άγνωστη. Έκπληκτοι πλησίασαν πιο κοντά για να δούνε ένα μικρό μωρό να είναι βολεμένο και σκεπασμένο προσεχτίκα με τα μαξιλάρια τοποθετιμένα έτσι ώστε να μην κινδυνεύει να πέσει. Στην αγκαλιά του μωρού υπήρχε ένα περίτεχνο μενταγιόν στο σχήμα ενός δακρύου με ένα πολύτιμο λιθο να το διακοσμεί, η αλυσίδα του ήταν ασημένια κ λεπτοδουλεμένη.

Η γυναίκα που ήταν μαζί τους το πήρε με αργές κινήσεις στην αγκαλιά της, σκόπευε να το φροντίσει ώσπου να βρεθεί κάποιο ίχνος της μητέρας τους. Ξεκίνησε για το σπίτι της, και ο νεαρός την ακολούθησε. Οι υπόλοιποι συνεχίσανε να ψάχνουνε, με ανανεωμένο το ηθικό τους, να βρούνε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας…

Η γυναίκα που ήταν μαζί τους το πήρε με αργές κινήσεις στην αγκαλιά της, σκόπευε να το φροντίσει ώσπου να βρεθεί κάποιο ίχνος της μητέρας τους. Ξεκίνησε για το σπίτι της, και ο νεαρός την ακολούθησε. Οι υπόλοιποι συνεχίσανε να ψάχνουνε, με ανανεωμένο το ηθικό τους, να βρούνε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας…