Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Here i am again ^^

Γεια σας κ πάλι :D Αποφάσισα να διαγράψω τις παλιές χαζοαναρτησούλες κ να ανεβάσω μια ιστορία που γράφω αυτό τον καιρό. ^^ Είναι η πρώτη μου οπότε κάθε σχόλιο είναι ευπρόσδεκτο μιας κ το επίπεδό της είναι αρκετά χαμηλό. ^^ Τίτλο δεν έχω σκεφτεί ακόμα… θα προκείψει κάποια στιγμή αργότερα στην ιστορία. :) Thankies σε όσους την διαβάσουν, κ όποια ορθογραφικά βρείτε πείτε μ παρακαλώ. ^^

Κεφάλαιο 1ο. (Εισαγωγή)

Η αποπνικτική μυρωδιά του αποτεφρομένου ξύλου και του καπνού πλανιόταν στον αέρα. Εκεί που άλλοτε υπήρχε ένα μικρό γραφικό σπιτάκι πλέον είχαν μείνει μόνο συντρίμμια. Οι χωρικοί παρ’ όλο που έτρεξαν εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσαν χρειάστηκε αρκετή ώρα για να φτάσουνε στο απομακρυσμένο λοφάκι που έμενε η οικογένεια Μπράιτντον. Μη χάνοντας καιρό άρχισαν να ψάχνουν για την μητέρα τις δύο μικρές της κόρες που ζούσαν εκεί. Κάποια σιγμή ένας νεαρός, απ’ την ομάδα των χωρικών που έψαχνε στα συντρίμμια ανακάλυψε μια μικρή καταπακτή κάτω από μερικά καβουρνιασμένα δοκάρια.

Φώναξε στους υπόλοιπους να δούνε, χωρίς μεγάλη καθυστέρηση ο νεαρός τράβηξε τον κρίκο και κοίταξε μέσα στην τρύπα προσπαθώντας να διακρίνει κάτι. Καθώς όμως ήταν ήδη νύχτα το φως που παρείχαν οι δαυλοί δν βοηθούσε και πολύ στο να δουν καλά. Τα σκαλοπάτια φαίνονταν να οδηγούν σε άγνωστα σκοτάδια. Οι άντρες πάρα την ανασφάλεια που ένοιωθαν και με την έλπιδα ότι θα έβρισκαν επιζώντες, κατέβηκαν πρώτοι προσεχτικά.

Σιγά σιγά η εικόνα μιας μικρής βιβλιοθήκης απλώθηκε μπροστά τους. Ο αέρας σε αυτό το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα, έντονη υγρασία και παλιά βιβλία. Είχε μείνει όμως ανέπαφο απ’ο την καταστροφή που είχε διαδραμματιστεί λίγα μέτρα πιο πάνω. Υπήρχαν τρία μεγάλα ράφια γεμάτα βιβλία διαφόρων μεγέθων και χρωμμάτων, στην μία άκρη του δωματίου του βρίσκοταν ένα γραφείο που έδειχνε να χρησιμοποιόταν αρκετά συχνά μιας και υπήρχαν πολλά σκόρπια φύλλα και κανά δυο δοχεία με μελάνι. Μια μεγάλη πολυθρόνα υπήρχε στην γωνία, ήταν από μαλακό δέρμα κ φαινότανε βολική και άνετη. Οι χωρικοί κοίταγαν με ενδιαφέρον γύρω τους τα βιβλία, καθώς η ύπαρξη αυτού του δωματίου τους ήταν άγνωστη. Έκπληκτοι πλησίασαν πιο κοντά για να δούνε ένα μικρό μωρό να είναι βολεμένο και σκεπασμένο προσεχτίκα με τα μαξιλάρια τοποθετιμένα έτσι ώστε να μην κινδυνεύει να πέσει. Στην αγκαλιά του μωρού υπήρχε ένα περίτεχνο μενταγιόν στο σχήμα ενός δακρύου με ένα πολύτιμο λιθο να το διακοσμεί, η αλυσίδα του ήταν ασημένια κ λεπτοδουλεμένη.

Η γυναίκα που ήταν μαζί τους το πήρε με αργές κινήσεις στην αγκαλιά της, σκόπευε να το φροντίσει ώσπου να βρεθεί κάποιο ίχνος της μητέρας τους. Ξεκίνησε για το σπίτι της, και ο νεαρός την ακολούθησε. Οι υπόλοιποι συνεχίσανε να ψάχνουνε, με ανανεωμένο το ηθικό τους, να βρούνε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας…

Η γυναίκα που ήταν μαζί τους το πήρε με αργές κινήσεις στην αγκαλιά της, σκόπευε να το φροντίσει ώσπου να βρεθεί κάποιο ίχνος της μητέρας τους. Ξεκίνησε για το σπίτι της, και ο νεαρός την ακολούθησε. Οι υπόλοιποι συνεχίσανε να ψάχνουνε, με ανανεωμένο το ηθικό τους, να βρούνε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας…